Κατάθλιψη & ψυχοθεραπεία
Η «κατάθλιψη», όπως χρησιμοποιούμε τον όρο στην καθομιλουμένη, περιγράφει μια εικόνα του πώς νιώθουμε τον εαυτό μας και τα πράγματα στη δεδομένη φάση της ζωής μας.
Συχνά λέμε: «έχω πάθει κατάθλιψη», για να εκφράσουμε μια «βαριά» διάθεση που χαρακτηριστικά της είναι το αίσθημα ακινησίας, η στεναχώρια, η απελπισία, η μοναξιά, που ταυτόχρονα υπάρχουν με αίσθημα αδυναμίας, ψυχικής & σωματικής κούρασης, ματαιότητας και μιας έλλειψης κινήτρου για ζωή. Είναι μια κατάσταση όπου έχουμε χάσει το κουράγιο μας και ίσως τείνουμε σε στάσεις όπως «δεν θέλω κανέναν και τίποτα, δεν αντέχω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό !»
Είναι όμως γεγονός, ότι ο πόνος και η δυσκολία είναι μέρος της ζωής, όσο η χαρά και η δημιουργικότητα και όλοι έχουμε το μερίδιό μας σε αυτά. Επομένως είναι αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή θα βρεθούμε ή θα περάσουμε από μια τέτοια κατάσταση «κατάθλιψης», που μπορούμε να τη δούμε ως το μήνυμα του σώματος και της ψυχής μας, για αλλαγή των καταστάσεων που προκαλούν τη δυσφορία. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, όπως απώλεια αγαπημένου ανθρώπου, ασθένεια, διαζύγιο κλπ , η «κατάθλιψη» θεωρείται φυσικό στάδιο, από το οποίο θα πρέπει να περάσουμε.
Ας σημειωθεί εδώ, ότι το σύνδρομο της καταθλιπτικής διαταραχής όπως διαγιγνώσκεται και περιγράφεται από τη σύγχρονη κλινική ψυχολογία και ψυχιατρική διαφέρει από την έννοια της κατάθλιψης όπως τη χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα. Οι διαφορές κυρίως αναφέρονται ως προς την ένταση και τη διάρκεια των συμπτωμάτων της καταθλιπτικής διάθεσης και των αιτιών που την προκαλούν. Η καταθλιπτική διαταραχή μπορεί επίσης να συνυπάρχει σε ένα μεγάλο εύρος κλινικών συνδρόμων της ψυχοπαθολογίας.
Επομένως, όταν κάποιος απευθύνεται σε ψυχολόγο με την αγωνία «πείτε μου, έχω κατάθλιψη;» μάλλον περισσότερο χρησιμοποιεί τη λέξη με την έννοια της καθομιλουμένης και μέσω αυτής εκφράζει συναισθήματα και μια κατάσταση ύπαρξης όπως περιγράφηκε παραπάνω, παρά με την κλινική της έννοια. Η δε βεβιασμένη απόδοση μιας διάγνωσης μπορεί να επιφέρει ένα πρόσθετο άγχος, φόβο ή και πανικό στο άτομο, με αποτέλεσμα να μπλοκάρει περισσότερο, να ακινητοποιηθεί, να βιώσει ακόμα περισσότερο αδύναμος και απελπισμένος, να θεωρήσει τον εαυτό του «άρρωστο» που χρίζει του σωστού χαπιού.
Με άλλα λόγια η ταμπέλα «είμαι καταθλιπτικός» μπορεί να εγκλωβίσει το άτομο στο φόβο και την αδυναμία τελικά προκαλώντας του χειρότερο κακό, ενώ ταυτόχρονα είναι ένας τρόπος να μεταφέρει την ευθύνη για τη θεραπεία έξω από αυτόν, σε κάποιο γιατρό, χάπι, συνταγή που θα τον «κάνει καλά». Να υιοθετήσει δηλαδή μια στάση «εφ΄όσον είμαι άρρωστος, κάντε με καλά».
Η συνακόλουθη χρήση κάποιας φαρμακευτικής αγωγής, ενδεχομένως να προκαλέσει κάποιες παρενέργειες βλαβερές για την υγεία και την ευεξία του ατόμου, που να συμβάλλει με τέτοιο τρόπο ώστε η αρχική εντύπωση ότι «πάσχω» να γίνει τελικά απτή πραγματικότητα. Κυρίως όμως μπορεί να προκαλέσει τον εθισμό ή τη συνήθεια στο ότι «πάσχω» και σε μια παθητική στάση αντιμετώπισης της κατάστασης, ή σε μια παραίτηση από αυτή.
Αν λοιπόν η «κατάθλιψη» που νιώθεις τείνει στο να είναι περισσότερο «φυσιολογική», το σίγουρο είναι ότι μια συνταγή δεν θα σε βοηθήσει να λύσεις τους κόμπους που στη δημιούργησαν και κανείς γιατρός ή «ειδικός» δεν μπορεί να σου λύσει ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα που σε έφεραν εκεί μέσα σε μία μόνο επίσκεψη μαζί του.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν θα μπορεί να σε βοηθήσει ποτέ, αν δεν μπεις ο ίδιος στη δράση ή αλλιώς αν δεν αναλάβεις εσύ την ευθύνη της θεραπείας σου. Δηλαδή, αν πιστεύεις ότι πάσχεις, θα είναι πολύ δύσκολο να σου αλλάξει κάποιος τη γνώμη ότι πάσχεις. Αντίθετα, αν πιστέψεις ότι μπορείς να το ξεπεράσεις, θα μπορέσεις να αξιοποιήσεις αποτελεσματικά τόσο τη φαρμακευτική όσο και την ψυχοθεραπευτική υποστήριξη που πιθανά θα αναζητήσεις.
Και έρχεται τώρα το ερώτημα, πώς θα κινητοποιηθώ να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία, αφού αισθάνομαι τόσο πόνο, τόση κούραση, τόση ματαιότητα, τόση αδυναμία;
Είναι ένα καίριο ερώτημα, που όταν με ειλικρίνεια κάνεις στον εαυτό σου, μπορεί να σε θυμώσει, να θυμώσεις με τον εαυτό σου, να τον βάλεις κάτω και να τον χτυπάς λέγοντας «δεν θα έπρεπε κανονικά να είσαι έτσι, θα τα καταφέρεις, θα είσαι καλά, δεν μπορείς να είσαι έτσι». Και πράγματι, πολλές φορές ο αγώνας που θα κάνεις μόνος σου να ξεπεράσεις τα δυσάρεστα συναισθήματα ή τις καταστάσεις που στα προκάλεσαν, μπορεί να είναι επιτυχημένος. Άλλωστε «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός».
Υπάρχει όμως και μια άλλη επιλογή που μπορείς να κάνεις, η προοπτική να δεις και να δουλέψεις με την κατάθλιψη σφαιρικά μέσω της ψυχοθεραπείας, όχι κακιώνοντας με τον εαυτό σου, αλλά μαθαίνοντας να τον ακούς, να τον φροντίζεις και να τον αγαπάς περισσότερο. Κάπου, ίσως, υπάρχει ένας λιγότερο επίπονος τρόπος να ξεπεράσεις την κατάθλιψη. Όπως λέει και το ρητό «ο πόνος είναι δεδομένος, το πόσο θα υποφέρουμε είναι θέμα επιλογής».
Η αρχή μπορεί να γίνει με την αποδοχή του ότι βρίσκεσαι σε μια δυσάρεστη κατάσταση και εν συνεχεία με τη θέληση να βγεις από αυτήν την κατάσταση, που με τη σειρά της υπονοεί την πίστη ότι μπορείς να τα καταφέρεις, ότι μπορείς και σου αξίζει να δημιουργήσεις μια νέα προοπτική για τη ζωή σου, έναν νέο τρόπο του «να είσαι», με τον εαυτό σου, με τους άλλους, με τις καταστάσεις, όσο δύσκολο και ακατόρθωτο αν φαντάζει στο παρόν.
Άρα λοιπόν, αφού «επιτρέψεις» στον εαυτό σου αυτό που σου συμβαίνει, εν συνεχεία μπορείς να τον ρωτήσεις, αν θες πραγματικά να τον βοηθήσεις ή αν μπορείς να τον οραματιστείς κάποτε να υπάρχει με έναν άλλο τρόπο, με περισσότερη ελαφρότητα και χαρά.
Στην περίπτωση της «κατάθλιψης», η ίδια η διαδικασία του να βρούμε & να συνδεθούμε με την πηγή φωτός και δημιουργικότητας μέσα μας, μπορεί να αποτελεί βασικό στόχο της ψυχοθεραπείας.
Αυτό που χρειάζεται εξ αρχής είναι η πίστη ότι μπορείς να τα βρεις ή μάλλον να τα ξανα-ανακαλύψεις. Σε σένα, στους άλλους, στον κόσμο, στη ζωή.
Έτσι η «κατάθλιψη» μπορεί να ειδωθεί, όχι ως μια ασθένεια, αλλά ως το σύμπτωμα μιας σειράς επιλογών που έχεις κάνει στη ζωή σου (επιλογές σε ανθρώπους, καταστάσεις, συμπεριφορές, στάσεις) που δεν ήταν λειτουργικές, ως μια ευκαιρία να ξεμπλέξεις τους κόμπους, ως ένα μήνυμα για αλλαγή και εξέλιξη.